Οι περισσότεροι από μας κάποια στιγμή έχουμε αντιμετωπίσει προβλήματα με μούχλα στον τοίχο και υγρασία στο σπίτι. Γιατί συμβαίνει αυτό και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε;
Η υγρασία είναι η ποσότητα των υδρατμών του αέρα γύρω μας από το νερό το οποίο έχει εξατμιστεί στην ατμόσφαιρα. Η υγρασία είτε μιλάμε για υγρασία στην ατμόσφαιρα ή υγρασία στο σπίτι, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη είτε σε μεγάλη είτε μικρή κλίμακα.
Απόλυτη υγρασία είναι το ποσοστό των υδρατμών δια του ποσοστού ξηρού αέρα που υπάρχει στην ατμόσφαιρα, δηλαδή όσο πιο θερμός είναι ο αέρας τόσο περισσότερους υδρατμούς μπορεί να συγκρατήσει.
Σχετική υγρασία είναι το ποσοστό της απόλυτης υγρασίας τη συγκεκριμένη στιγμή προς το υψηλότερο ποσοστό της απόλυτης υγρασίας. Είναι αυτό που ακούμε περισσότερο στα μετεωρολογικά δελτία. Όταν υπάρχει σχετική υγρασία που αγγίζει το 100% σημαίνει ότι η ατμόσφαιρα δεν δύναται να “αντέξει” περισσότερους υδρατμούς και έτσι έχουμε τη βροχή.
Το ιδανικό ποσοστό θερμοκρασίας για την υγρασία στο σπίτι κυμαίνεται ανάμεσα στο 30-45%. Με την διατήρηση της υγρασίας στα σωστά ποσοστά μπορούμε να αποφύγουμε όχι μόνο πολλές επιπλοκές στην σταθερότητα του κτηρίου αλλά και ζητήματα υγείας εξαιρετικά επικίνδυνα.
Σε περίπτωση ελλιπούς ή ελαττωματικής οριζόντιας μόνωσης, τα πορώδη οικοδομικά υλικά απορροφούν προς τα πάνω την υγρασία του εδάφους, μέσω του τριχοειδούς συστήματος, αντίθετα στη φορά της βαρύτητας.
Κάθε τοίχος και σοβάς περιέχει ένα συγκεκριμένο ποσό υγροσκοπικών αλάτων ακόμη και μετά την αφύγρανση, τα οποία έλκουν την υγρασία, όπως και άλλα είδη αλάτων (π.χ. άλατα εδάφους). Αυτά τα άλατα “παρασύρθηκαν” μέσω της μόνιμης ανοδικής τριχοειδούς υγρασίας από το έδαφος ή τους τοίχους. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στη ζώνη εξάτμισης του σοβά του τοίχου ή στη βαφή. Ακόμη και αν ο τοίχος στεγνώσει εσωτερικά, ο παλιός σοβάς που περιέχει άλατα εμφανίζεται υγρός (υγροσκοπική υγρασία)!
Στην περίπτωση ελλιπούς ή ελαττωματικής κάθετης μόνωσης π.χ. σε τοίχους υπογείου, η υγρασία μπορεί να διεισδύσει πλαγίως μέσω του τριχοειδούς συστήματος μέχρι να διαπεράσει πλήρως τον τοίχο.
Προσωρινά συσσωρευμένο νερό υπό κλίση, ή νερό εδάφους σε ψηλότερο σημείο, το οποίο διεισδύει στον τοίχο και “ωθείται” προς τα πάνω μέσω του τριχοειδούς συστήματος του τοίχου (υδροστατική πίεση).
Η βροχή αναπηδά, πέφτοντας σε λείες επιφάνειες, δίπλα στους εξωτερικούς τοίχους των κτιρίων (πεζοδρόμια, ασφαλτοστρωμένες επιφάνειες, κ.λ.π.) και δημιουργεί υγρασία στα κατώτερα σημεία του εξωτερικού τοίχου.
Αυτή η υγρασία δημιουργείται είτε λόγω ανεπαρκούς ή και ελλιπούς προστασίας κατά του νερού της βροχής (βλάβη στη σκεπή ή αστοχία στα υλικά κατασκευής της, σφάλμα στην πλευρική σφράγιση της καμινάδας, απουσία υδρορροών στη σκεπή, σπασμένοι σωλήνες, βουλωμένες αποχετεύσεις κ.λ.π.)
Στην περίπτωση που η βροχή πέφτει απευθείας στον τοίχο, η υγρασία διεισδύει στην πορώδη επιφάνεια του σοβά που είναι εκτεθειμένη.
Το νερό μετά από βροχόπτωση μπορεί να διεισδύσει ελεύθερα στον τοίχο από τον αρμό μεταξύ του κτιρίου και του εδάφους. Εξ αιτίας αυτού, οι τοίχοι κάτω από την επιφάνεια του εδάφους (υπόγειο) γίνονται πολύ υγροί.
Η υγρασία κτιρίου είναι το ποσό υγρασίας κατά την κατασκευή των τοίχων. Εξατμίζεται αργά μέσα σε 1,5 – 3 χρόνια. Επίσης, η φυσική εξάτμιση της υγρασίας του καινούριου σοβά εξαρτάται από το υλικό και το πάχος του σοβά. Χρειάζεται 1 με 2 χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Ορισμένα ηλεκτρομαγνητικά, ηλεκτροστατικά, μαγνητικά, ή άλλα πεδία είναι ικανά να προκαλέσουν ανοδική τριχοειδή υγρασία στα τοιχώματα. Βασικά, υπάρχουν δύο είδη ισχυρών πεδίων διαταραχής :
Ο ζεστός και υγρός αέρας συμπυκνώνεται σε ψυχρότερες επιφάνειες των τοίχων. Αυτό δημιουργεί την υγρασία συμπύκνωσης. Παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση υγρασίας συμπύκνωσης είναι η ύπαρξη θερμογεφυρών, η αυξημένη περιεκτικότητα υδρατμών στο χώρο (μπάνιο, κουζίνα, υπνοδωμάτια, κ.τ.λ.), ελλιπής εξαερισμός, ή οργανικές επιστρώσεις βαφής που προσφέρουν προσφιλές περιβάλλον για τη μούχλα.
Τα οικοδομικά υλικά αποτελούνται από διάφορα χημικά συστατικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά προκαλούν μια ηλεκτροχημική μεταφορά υγρασίας στον τοίχο και ελκύουν επιπρόσθετη υγρασία, ή διατηρούν το επίπεδο υγρασίας.